Ο Γιάννης ήταν ένα απλό και καλό παιδί. Δεν έχει σπουδάσει, ούτε είχε ζήσει μακριά από το χωριό του, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι συγχωριανοί. Του άρεσε πολύ να δουλεύει στον κήπο και ήταν ευτυχισμένος που μπορούσε να προσφέρει με τη δουλειά του τ’ απαραίτητα στην οικογένεια του. Τον βοηθούσαν λίγο και οι γονείς του, ιδιαίτερα τώρα, που η γυναίκα του ήταν έγκυος στο δεύτερο παιδάκι τους.

Όταν του πρότειναν να γίνει σύμβουλος στο δήμο, δίστασε λίγο. Εκείνος χαιρόταν την ελευθερία του. Να βγαίνει πολύ πρωί ξυπόλητος στο χωράφι, να ποτίζει τα φυτά, να φυτεύει κι άλλα, να μαζεύει τον καρπό και να πηγαίνει στην λαϊκή να τον πουλήσει. Πολλές φορές γυρνούσε σπίτι με λίγο κέρδος, μα πάντα έφερνε μια σοκολατίτσα για την μικρή του κόρη και κάτι γυναίκα του. Γιατί να θέλει και την δουλειά στο Δήμο; Για να τρέχει και να μην προλαβαίνει; Τελικά όμως δέχτηκε την πρόταση, γιατί του είπαν ότι δεν θα χρειαζόταν να πηγαίνει κάθε μέρα. Έτσι με λίγη δουλειά παραπάνω, θα κέρδιζε κάποια επιπλέον χρήματα. Ούτως ή άλλως το χωριό ήταν πολύ ήσυχο. Είτε με τον Γιάννη μας στο Δήμο είτε χωρίς αυτόν όλα θα κυλούσαν με τον ίδιο τρόπο.

Εκείνο το χειμώνα όμως έκανε πολύ κρύο. Ούτε οι μεγάλοι γέροντες του χωριού θυμόνταν να είχε ποτέ τόση παγωνιά. Το τσουχτερό κρύο από τα γυμνά πόδια  έφτανε μέχρι τα κόκκαλα και δεν μπορούσε κανείς να ζεσταθεί παρά μόνο μετά από πολλή ώρα δίπλα στην σόμπα. Ο Γιάννης όμως δεν μπορούσε να καθίσει πολύ μέσα , εφόσον έπρεπε να κόβει ξύλα και να τα φέρνει σπίτι για να ζεσταίνεται η οικογένεια του, αλλά να πηγαίνει και στο χωράφι όπου όλο και κάποια εργασία έπρεπε να κάνει για να έχει καλή σοδειά την επόμενη χρονιά. Το μόνο που τον ανακούφιζε λίγο ήταν να φέρνει κοπριά από τα ζώα και να τη βάζει στο χωράφι, γιατί η κοπριά ήταν λίγο ζεστή, και τα καημένα του τα πόδια είχαν τόσο ανάγκη για λίγη ζέστη. Που και που τον καλούσαν και στο Δήμο, αλλά δεν είχε καταφέρει ακόμη να πάει.

Ήρθε η μέρα όμως που του έστειλαν μήνυμα ότι υπήρχε μεγάλη ανάγκη και ότι έπρεπε όλοι οι σύμβουλοι να πάνε στο δημαρχείο, για ν΄ αποφασίσουν για κάτι σημαντικό.

Μέσα στην μεγάλη αίθουσα του Δήμου δεν του ήταν όλοι γνωστοί. Ήξερε ότι μερικοί από αυτούς ήταν καλοί άνθρωποι. Μα σε μερικούς άλλους δεν είχε καθόλου εμπιστοσύνη. Μπήκαν γρήγορα στο θέμα. Πρώτα μίλησε ο Δήμαρχος. Είπε ότι, όπως είχαν καταλάβει όλοι, εκείνη τη χρονιά έκανε πολύ κρύο και στα διπλανά χωριά είχαν πεθάνει άνθρωποι. Μα και στο δικό τους χωριό υπήρχαν οικογένειες που κινδύνευαν ιδιαίτερα να αρρωστήσουν βαριά και να πεθάνουν ακόμη από το κρύο, όπως η οικογένεια του Γιάννη. Όταν άκουσε ο Γιάννης το όνομα του, ντράπηκε τόσο πολύ, που δεν μπορούσε να βρει λόγια να ρωτήσει πως γίνεται να κινδυνεύει η οικογένεια του, αφού φρόντιζε το σπίτι του να είναι ζεστό και μόνο εκείνος έλειπε από το πρωί μέχρι το βράδυ έξω στο κρύο. Ο Δήμαρχος όμως, χωρίς να περιμένει καμία ερώτηση, εξήγησε σε όλους ότι, εάν παγώσουν τα πόδια του Γιάννη,  θ’ αρρωστήσει και θα πεθάνει. Τότε η γυναίκα του, που είναι έγκυος, δεν θα μπορέσει να προσέχει το μικρό τους το παιδάκι και τους γονείς του, που είναι αρκετά ανήμποροι, και ταυτόχρονα να δουλεύει για να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για τις καθημερινές τους ανάγκες. Έτσι, εάν ο Γιάννης πάθει κάτι λόγω του κρύου, όλη η οικογένεια θα υποφέρει πολύ.

Ο Γιάννης μας ο καημένος έκανε το σταυρό του και ψιθύρισε: "Παναγία βοήθα μας!" Ο δήμαρχος όμως δεν τελείωσε εδώ. Είπε ότι υπάρχει λύση. Μια πολύ ευχάριστη και εύκολη λύση όχι μόνο για τον Γιάννη, αλλά για όλους . Είχε έρθει από την πόλη ένας κύριος πολύ μορφωμένος που θα τους παρουσίαζε την λύση, που είχε αποφασιστεί να εφαρμοστεί στην πόλη, καθώς είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη των περισσότερων κατοίκων. «Σήμερα πρέπει να πάρουμε απόφαση τι θα κάνουμε στο χωριό μας και έχω εμπιστοσύνη» πρόσθεσε ο δήμαρχος  «ότι και η δική σας απόφαση θα είναι θετική».

Όλοι κούνησαν τα κεφάλια τους επιφυλακτικά. Άκουγαν τον δήμαρχο γνωρίζοντας ότι ήταν δύσκολο να του εναντιωθεί κανείς. Από την άλλη όμως η πόλη δεν είχε καλή φήμη. Εκεί, στην Δύση, γίνονταν πολλά κακά. Οι άνθρωποι ζούσαν με διαφορετικό τρόπο. Χρησιμοποιούσαν μοντέρνα πράγματα που πολλές φόρες φαίνονταν δαιμονικά. Επομένως ήταν δύσκολο να πιστέψουν πως θα τους άρεσε κάποια λύση που θα προερχόταν από την πόλη. Η υποψία τους αποδείχτηκε γρήγορα σωστή. Μετά από μια ατελείωτη ομιλία σχετικά με τα κακά που φέρνει το κρύο στην υγεία του ανθρώπου -όλοι ήθελαν να τον σταματήσουν και να του πουν "Κάνε το σταυρό σου και να μην φοβάσαι τόσο"- ο κύριος από την πόλη συνέχισε βάζοντας τα πόδια του πάνω στο τραπέζι και είπε: "Αυτά που βλέπετε να φοράω στα πόδια μου, είναι η λύση! Λέγονται κάλτσες, και φτιάχνονται πολύ εύκολα. Έχετε ζώα, μπορείτε να τις φτιάξετε από μαλλί. Θα κρατούν πολύ ζεστά τα πόδια σας το χειμώνα. Όταν θα ξεχειμωνιάζει λίγο, θα μπορέσετε να κάνετε άλλες κάλτσες πιο λεπτές από λινό ή από βαμβάκι, πάλι από τα χωράφια σας. Μέχρι τότε, σας προτείνω να αγοράσετε κάλτσες με χρήματα από το Δήμο από μια γνωστή μου εταιρεία, ώστε να έχει άμεσα ο κάθε χωριανός τουλάχιστον από ένα ζευγάρι τώρα που κάνει τόσο κρύο. Σας έφερα και λίγα δείγματα, κάλτσες για όλους τους συμβούλους, για να δοκιμάσει ο καθένας σας, να δει πόσο πολύ ζεσταίνουν τα πόδια. Είμαι σίγουρος πως θα αποφασίσετε το καλύτερο για το χωριό σας!".

Μόλις τελείωσε ο κύριος από την πόλη, συνήλθαν από το σοκ που έπαθαν και ξέσπασαν.

"Κάλτσες, είπε;; Είναι ενάντια στη διδασκαλία των πατέρων μας. Το χώμα πρέπει να το πατάς  με το πόδι σου γυμνό, για να τον σέβεσαι. Πρέπει να νιώθεις το χώμα, για να ξέρεις πότε να το οργώνεις, πότε να το σπέρνεις, πότε να το ποτίζεις. Για να καταλαβαίνεις πότε είναι έτοιμος ο καρπός. Αυτό το πράγμα, η κάλτσα, δεν δείχνει μόνο έλλειψη σεβασμού, αλλά είναι από μόνη της ενοχλητική και καθόλου πρακτική. Μόνο που τη βλέπεις σου προκαλεί σύγχυση. Ξέραμε εμείς ότι θα είναι κάποιο δαιμονικό πράγμα από την πόλη..." είπαν οι περισσότεροι και έφυγαν χωρίς έστω να πάρουν μαζί τους τις κάλτσες που τους έφερε ως δείγμα να τις δοκιμάσουν.

Ο Γιάννης μας γύρισε στο σπίτι πολύ στενοχωρημένος. Με βαριά καρδιά είπε στην γυναίκα του τι είχε συμβεί και ότι δεν μπορούσε να φάει  από την πολύ πίκρα που ένιωθε. "Βρε, Γιάννη, να  πάρεις τουλάχιστον ένα ζευγάρι για δείγμα να δούμε και εμείς πώς είναι", αντέδρασε η γυναίκα του.

Την άλλη μέρα όλοι στο χωριό μιλούσαν μόνο γι' αυτό το θέμα .  Αλλά επειδή όλοι ήταν εναντίον του Δημάρχου, που πρότεινε μια τέτοια λύση αντίθετη στην παράδοση τους, ο Γιάννης έφυγε γρήγορα για την δουλειά του, πριν θυμηθεί κανείς ότι ήταν και εκείνος σύμβουλος στο δήμο.

Μία κουβέντα όμως που άκουσε πριν φύγει, έμεινε μέσα του βαθιά! Ένας είπε ότι αυτές οι κάλτσες μοιάζουν με τα σίδερα που δένουν οι χωρικοί στα πόδια των μεγάλων ζώων, προκειμένου να μην τρέχουν γρήγορα και φεύγουν. Ο συμβολισμός αυτός δήλωνε ξεκάθαρα πως οι άνθρωποι από την Δύση ήθελαν να περιορίσουν την ελευθερία τους. Για τον Γιάννη αρκούσε αυτό. Ούτε στο Δήμο θα ξαναπήγαινε, ούτε στο χωριό. Μόνο στο σπίτι του και στα χωράφια του. Ξυπόλητος όπως ήταν μέχρι τότε. Όπως ο πατέρας και ο παππούς και ο προπάππους του. Τόσους δύσκολους χειμώνες πέρασαν χωρίς να πάθουν τίποτε. «Κάνεις το σταυρό σου και προχωράς» μονολόγησε.

Ήρθε και η αγία μέρα, η Κυριακή, και ο Γιάννης, όπως κάθε πιστός, πήγε πρωί-πρωί στην εκκλησία, για να λειτουργηθεί και να κοινωνήσει. Ως συνήθως, σε όλη την λειτουργία κοίταζε προς τα κάτω, προσπαθώντας να ταπεινωθεί σαν το χώμα, που όλοι το πατάνε με τα πόδια και δεν στενοχωριέται, αλλά βγάζει καρπό κάθε χρόνο. Έβλεπε να περνούν μπροστά από τα μάτια του, όπως κάθε φορά,  ξυπόλυτα τα πόδια των συγχωριανών του, οι οποίοι μόλις μπαίνανε στην εκκλησία πηγαίνανε να προσκυνήσουν τις εικόνες. Κάποια στιγμή όμως πάγωσε. Πέρασαν από μπροστά του δυο πόδια με κάλτσες. "Δεν θα σηκώσω τα μάτια μου να δω ποιος είναι» είπε από μέσα του. «Γιατί η Εκκλησία μας μαθαίνει να μην κρίνουμε τους ανθρώπους από την εμφάνιση και τα ρούχα τους». Αλλά από εκεί και πέρα δεν μπόρεσε πια να συγκεντρωθεί και να προσευχηθεί. Μόλις για λίγο πήγαινε να τα καταφέρει, εμφανιζόταν κι αλλά πόδια με κάλτσες να τον αποσπούν πάλι από την προσευχή.

Επιτέλους ήρθε η ώρα για το κήρυγμα. "Τώρα ο ιερέας θα μας πει κάτι ωραίο που θα αναπαύσει την ψυχή μου και θα τα ξεχάσω όλα αυτά", σκέφτηκε ο Γιάννης. Αλλά και ο ιερέας μίλησε πάλι για... κάλτσες. Και είπε ότι είναι δαιμονικές, εννοείται. «Όχι μόνο δεν είναι στην παράδοση της Εκκλησίας μας, αλλά ούτε η Αγία Γραφή ούτε οι Άγιοι Πατέρες επιτρέπουν  κάτι τέτοιο. Μάλιστα, κάπου στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχει ένα σημείο που, εάν το διαβάσει κανείς προσεκτικά, καταλαβαίνει ότι εννοεί πως απαγορεύεται να φοράμε κάλτσες». Το ήξερε ο ιερέας, γιατί το είχε συζητήσει ήδη με άλλους ιερείς, καθώς στον κόσμο η ιστορία αυτή συζητήθηκε πολύ πριν φτάσει στο χωριό τους. Μόνο ο Γιάννης δεν είχε συνειδητοποιήσει πόση αντίδραση και πολεμική προκάλεσαν στον κόσμο αυτές οι κάλτσες. «Το να φοράς κάλτσες δείχνει έλλειψη πίστης» συνέχισε ο ιερέας. «Εάν  φοράς κάλτσες για να μην αρρωστήσεις, σημαίνει ότι δεν έχεις εμπιστοσύνη στο Θεό πως θα σε φροντίσει για όλα, ιδιαίτερα μάλιστα αν πας στην εκκλησία. Οι προπάτορες μας πώς έχουν ζήσει χωρίς κάλτσες τόσες αιώνες και δεν έχουν πάθει τίποτα; Εμείς υποφέρουμε από απιστία, όχι από το κρύο. Εξάλλου δεν κάνει τόσο κρύο όσο λένε. Δεν έχουμε ανάγκη λοιπόν για κάλτσες. Και  μόνο να σκεφτεί κάποιος να φορέσει κάλτσες ή  έστω να κρατήσει στο χέρι του αυτό το δαιμονικό πράγμα, είναι ανάξιος και προδότης του Χριστού», συμπλήρωσε ο ιερέας.

 Ο Γιάννης πάγωσε. "Πρέπει να εξομολογηθώ", σκέφτηκε. "Έχω κρατήσει, νομίζω, μια κάλτσα στο χέρι μου την ώρα που ο κύριος από την πόλη περνούσε μπροστά απ’ όλους μας στο δήμο για να μας δείξει πώς είναι". Από το άγχος του δε θυμόταν καλά-καλά αν την είχε αγγίξει κιόλας ή αν απλά η άτυχη κάλτσα πέρασε μόνο μπροστά του. Ούτως ή άλλως όμως αισθανόταν τύψεις και μόνο που ήταν παρών στο δήμο εκείνη την ημέρα. Δεν κοινώνησε, και μετά την λειτουργία περίμενε τον ιερέα να εξομολογηθεί. "Σε ξέρω εγώ, Γιάννη!» είπε ο ιερέας. «Πρόσεχε καλά, εάν  φορέσεις  κάλτσες, εγώ δεν θα σε κοινωνήσω ποτέ ξανά! Ιδιαίτερα αν έρθεις με κάλτσες στην εκκλησία!!! Εγώ την εκκλησία μου την θέλω καθαρή! Γιατί μετά από τις κάλτσες θα έρθουν κι άλλα χειρότερα, που λέγονται παπούτσια! Αυτά έχουν χάραγμα και τσιπ, και όποιος τα παίρνει, θα είναι προδότης του Χριστού και θα βρεθεί στην κόλαση αιώνια!"

Ο Γιάννης και το ξυπόλητο χωριό δεν υπάρχουν. Είναι μόνο καρπός της φαντασίας μου. Όμως από πότε άρχισε ο πόλεμος με τις μάσκες και τα εμβόλια, πολύ σκέφτομαι τον Γιάννη και το ξυπόλυτο χωριό. Συγχωρέστε με!